Οι υποθέσεις των Μητροπολιτών Αιτωλίας και Κυθήρων και η πιθανή έκβασή τους

Μετά και την πρόσφατη απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου για ορισμό Ανακριτών, έναν για κάθε Μητροπολίτη, οι δύο εκκρεμούσες επί αρκετό καιρό υποθέσεις πήραν, από ότι φαίνεται, τον δρόμο τους. Αλλά ερωτώ: Πήραν όντως τον δρόμο τους; Και θα εξηγήσω αμέσως, τι εννοώ.

Σε πρόσφατο άρθρο μου είχα διατυπώσει την άποψή μου για το παράνομο της διαδικασίας διώξεως των δύο Μητροπολιτών. Και αναφέρομαι ειδικώς και αποκλειστικώς στην διαδικασία ενώπιον των εκκλησιαστικών δικαστηρίων και όχι στην ουσία των υποθέσεων, αν δηλαδή είναι ένοχοι ή όχι, διότι αυτό θα το κρίνουν – εάν το κρίνουν – άλλοι. Εμένα με ενδιαφέρει η δίκαιη και αντικειμενική κρίση των δύο Μητροπολιτών.

Συμφώνως, λοιπόν, προς τα παραπάνω, η διαδικασία που κινήθηκε είναι παράνομη και συνεπώς όλη η από εδώ και πέρα διαδικασία είναι και αυτή κατ’ αναπρόδραστο τρόπο ελλειπής ως προς την νομική βασιμότητά της. Πολλώ δε μάλλον, οι ίδιες οι αποφάσεις, που πιθανόν θα εκδοθούν.

Παρά ταύτα, το πραγματικό γεγονός της συνεχίσεως της διαδικασίας διώξεως δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψιν αυτό το δεδομένο, θα εξετάσουμε τα πιθανά ενδεχόμενα.

Πρώτο ενδεχόμενο:

Οι δύο ορισθέντες ανακριτές, όντες εν τοις πράγμασι σε συνεργασία και συνεννόηση, αφού θα πρέπει να εξετάσουν δύο μεν τυπικώς υποθέσεις αλλά με το αυτό κοινό παράπτωμα, θα τελέσουν τις αναγκαίες ανακριτικές πράξεις και θα υποβάλλουν κεχωρισμένως τους φακέλους στο αρμόδιο εκκλησιαστικό δικαστήριο, δηλαδή στο Πρωτοβάθμιο για τους Αρχιερείς Δικαστήριο.

Στη συνέχεια το Πρωτοβάθμιο για τους Αρχιερείς Δικαστήριο (άρθρο 146):

Ή θα αποφανθεί, ότι δεν υπάρχει κανονικό παράπτωμα και θα παύσει την δίωξη, οπότε έχω την αίσθηση, ότι θα δημιουργηθεί το λιγότερο ταραχή εντός των κόλπων της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Ή θα διατάξει συμπλήρωση των ανακρίσεων, αν κρίνει αυτές ελλειπείς, οπότε θα επιμηκυνθεί ο χρόνος της εξελίξεως των δύο υποθέσεων και θα διατηρηθεί η εκκρεμότητα.

Η΄ θα προχωρήσει στον ορισμό δικασίμου και στην εκδίκαση των υποθέσεων. Στην περίπτωση αυτή, το Δικαστήριο, κρίνοντας – σε χωριστές βεβαίως συνεδριάσεις – ότι οι δύο κατηγορούμενοι τέλεσαν το κανονικό παράπτωμα της ανυπακοής σε συνοδική απόφαση, θα πρέπει να επιβάλλει και ποινή.

Και ναι μεν κατά τον ν. 5383/1932, το συγκεκριμένο Δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει τις ποινές της μομφής, της αργίας από πάσης ιεροπραξίας μέχρις 6 μηνών και της καθαιρέσεως (άρθρο 23), όμως ο σχετικός κανόνας (6ος της Γ΄ Οικουμενικής) δεσμεύει το Δικαστήριο ως προς την ποινή, διότι προβλέπει σαφώς και ρητώς την ποινή της καθαιρέσεως.

Εκ τούτου συνάγεται, ότι καταρχήν αποκλείεται η επιβολή διαφορετικής ποινής από αυτήν.

Με την ολοκλήρωση της διαδικασίας στο Πρωτοβάθμιο για Αρχιερείς Δικαστήριο, οι καταδικασθέντες στην ποινή της καθαιρέσεως κατηγορούμενοι έχουν το δικαίωμα και λογικώς θα το ασκήσουν, να καταθέσουν έφεση (άρθρο 147) ενώπιον του Δευτεροβαθμίου για Αρχιερείς Δικαστηρίου.

Και εάν και στο Δευτεροβάθμιο για Αρχιερείς Δικαστήριο καταδικασθούν στην ίδια ποινή, τότε έχουν θεωρητικώς κατά το άρθρο 44 πργφ.2 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, το δικαίωμα να ασκήσουν το ένδικο μέσο του εκκλήτου ενώπιον του Οικουμενικού Πατριάρχη.

Όμως, υπάρχει στην περίπτωση αυτή μια ιδιαιτερότητα. Η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου θα κληθεί (εάν βεβαίως ασκηθεί το έκκλητο από τους δύο Μητροπολίτες) να κρίνει δύο Μητροπολίτες, οι οποίοι παραβίασαν συνοδική απόφαση πράττοντας αυτό, που έκανε και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, δηλαδή Ανάσταση στις 12 τα μεσάνυχτα!!. Εάν, βεβαίως, επαναλαμβάνω, ασκηθεί έκκλητο.

Τώρα, εάν το Πρωτοβάθμιο για Αρχιερείς Δικαστήριο κάνοντας χρήση της αρμοδιότητας του να επιβάλλει και ποινές μομφής και αργίας από πάσης ιεροπραξίας μέχρι έξι μηνών, επιλέξει ποινή διαφορετική από αυτή που προβλέπει ο σχετικός κανόνας, δηλαδή καθαίρεση, τότε:

Εάν μεν επιβάλλει αργία μέχρι έξι μήνες, τότε οι δύο καταδικασθέντες Μητροπολίτες έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν έκαστος έφεση ενώπιον του Δευτεροβαθμίου για Αρχιερείς Δικαστηρίου.

Ως λόγος θα προβληθεί η επιβολή παρανόμως ποινής, που δεν προβλέπει ο ιερός κανόνας που καταφάσκει το παράπτωμα της ανυπακοής σε συνοδική απόφαση και θα ζητήσουν την ακύρωση ως παράνομης της αποφάσεως του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου.

Στην περίπτωση αυτή το Δευτεροβάθμιο για Αρχιερείς Δικαστήριο δεν μπορεί να επανορθώσει και να επιβάλλει καθαίρεση, διότι απαγορεύεται (5ος της Α΄ Οικουμενικής) η χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου στο Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο.

Με άλλες λέξεις, μετά από έφεση μόνο ίδια ή ευμενέστερη ποινή μπορείς να υποστείς, όχι δυσμενέστερη. Εάν πάλι σκεφθεί το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο να διατηρήσει την ποινή της αργίας, τότε είναι παράνομη και η δική του απόφαση, οπότε μπορεί να ασκηθεί έκκλητο ενώπιον του Οικουμενικού Πατριάρχη. Αλλά εδώ προτιμώ να μην συνεχίσω και να περιγράψω τα ενδεχόμενα, διότι η κατάσταση περιπλέκεται αρκετά.

Εάν επιβάλλει την ποινή της μομφής, ισχύουν επίσης όσα ειπώθηκαν παραπάνω ως προς την έφεση, δεν υπάρχει όμως λόγω ποινής στην περίπτωση αυτή έκκλητο ενώπιον του Οικουμενικού Πατριάρχη.

Δεύτερο ενδεχόμενο:

Οι δύο διωκόμενοι Μητροπολίτες να προβάλλουν την ένσταση του παρανόμου της διαδικασίας, επειδή παρήλθε αρκετός και πέραν του ευλόγου χρόνος, από τότε που η Διαρκής Ιερά Σύνοδος πληροφορήθηκε την τέλεση του κανονικού παραπτώματος.

Στην περίπτωση αυτή, η ένσταση λογικώς θα απορριφθεί, αφού τα μέλη του Πρωτοβαθμίου για τους Αρχιερείς Δικαστηρίου είναι – πλήν του Προέδρου – τα μέλη της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, τα οποία αποφάσισαν την περαιτέρω δίωξη, παραβλέποντας την σχετική παρανομία.

Οπότε, οι δύο Μητροπολίτες καταδικαζόμενοι σε πρώτο βαθμό, θα ασκήσουν έφεση στο Δευτεροβάθμιο για τους Αρχιερείς Δικαστήριο, όπου και θα προβάλλουν εκ νέου λογικώς την ίδια ένσταση, τώρα όμως ενώπιον Δικαστηρίου, που τα μέλη του δεν συμμετείχαν στην λήψη της αποφάσεως για την συνέχιση της διώξεως, διότι προέρχονται – πλήν του Προέδρου – από την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας (άρθρο 24). Το αποτέλεσμα;

Μάλλον το ίδιο με το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αν και οι εκπλήξεις δεν πρέπει να αποκλείονται.

Τι θα γίνει όμως, αν οι δύο Μητροπολίτες ασκήσουν έκκλητο ενώπιον του Οικουμενικού Πατριάρχη; Εδώ και πάλι περιπλέκεται το όλο ζήτημα.

Τρίτο ενδεχόμενο:

Υπάρχει, όμως, και ένα τρίτο ενδεχόμενο. Το ενδεχόμενο να προβληθεί από τους δύο Μητροπολίτες το επιχείρημα, ότι δεν υπάρχει επί της ουσίας παράπτωμα ανυπακοής σε συνοδική απόφαση. Και θα εξηγήσω αμέσως γιατί.

Το αδίκημα της ανυπακοής σε συνοδική απόφαση, όπως σαφώς προκύπτει από τον ίδιο τον κανόνα, προϋποθέτει νόμιμη συνοδική απόφαση και όχι παράνομη. Διότι, ως γνωστόν, η παράνομη συνοδική απόφαση δεν παράγει κανονικά αποτελέσματα.

Όπως όλοι γνωρίζουμε, η απόφαση για την τέλεση της Αναστάσεως το φετινό Πάσχα στις 21.00 ελήφθη από την Διαρκή Ιερά Σύνοδο.

Όμως θα εδύνατο να υποστηριχθεί από τους δύο Μητροπολίτες, ότι κατά τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (άρθρο 9) η Διαρκής Ιερά Σύνοδος προκύπτει, ότι ενεργεί κατ’ εντολήν της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας και ότι από τις αρμοδιότητες της αυτόνομο χαρακτήρα έχουν:

– η ενασχόληση με τα τρεχούσης φύσεως εκκλησιαστικά θέματα

– η παρακολούθηση του δογματικού περιεχομένου των διδακτικών βιβλίων των θρησκευτικών στα σχολεία της στοιχειώδους και Μέσης Εκπαιδεύσεως

– η συνεργασία με την Πολιτεία για θέματα εκκλησιαστικής εκπαιδεύσεως και η μέριμνα για την επιμόρφωση του κλήρου

– η μέριμνα για τον κατά Χριστόν βίο των πιστών

– η άσκηση της κατά νόμον δικαστικής αρμοδιότητας

– η επαγρύπνηση για την εκπλήρωση των καθηκόντων κληρικών και μοναχών

– η παροχή σε Αρχιερείς αδείας απουσίας.

Από τις πιο πάνω αρμοδιότητες, η μόνη που θα μπορούσε να υποστηριχθεί, ότι δικαιολογεί την απόφαση για τον εορτασμό της Αναστάσεως εκτάκτως στις 21.00 είναι αυτή της ενασχολήσεως με τα τρεχούσης φύσεως εκκλησιαστικά θέματα (άρθρο 9 ΚΧΕΕ στοιχ. δ΄).

Όμως είναι δυνατόν η κατ’ εξαίρεσιν και για μια φορά και για έκτακτους λόγους τέλεση της Αναστάσεως στις 21.00 να συνιστά «τρεχούσης φύσεως εκκλησιαστικό ζήτημα»; Όταν τα τρεχούσης φύσεως ζητήματα είναι τα συνήθη ζητήματα της διοικητικής καθημερινότητας;

Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν πλείστες όσες αρμοδιότητες της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας οι οποίες θα εδύνατο βασίμως να υποστηριχθεί από τους δύο Μητροπολίτες, ότι περιλαμβάνουν την αρμοδιότητα της λήψεως αποφάσεως για την εκτάκτως διαφορετική ώρα εορτασμού της Αναστάσεως.

Οι αρμοδιότητες αυτές (άρθρο 4 ΚΧΕΕ) θα μπορούσαν να είναι:

– η μέριμνα για την τήρηση των δογμάτων της Ορθόδοξης πίστεως, των ιερών κανόνων και των ιερών παραδόσεων, για την ενότητα της πίστεως και την εκκλησιαστική κοινωνία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο (το οποίο σημειωτέον εόρτασε την Ανάσταση τα μεσάνυχτα)

– η μέριμαν για την εκκλησιαστική τάξη και ευπρέπεια, καθώς και κάθε θέμα που αφορά στην θεία λατρεία

– η απόφαση για την άσκηση της εκκλησιαστικής οικονομίας (όπως συνέβη στην περίπτωση της αλλαγής της ώρας εορτασμού της Αναστάσεως).

Από τα παραπάνω προκύπτει, ότι οι δύο αυτές υποθέσεις είναι σε υψηλό βαθμό περιπλεγμένες. Ελπίζω με το άρθρο αυτό, να δημιούργησα τον απαραίτητο προβληματισμό, με στόχο πάντοτε την ομαλή επίλυση των δύο υποθέσεων.

Και θα επαναλάβω για μία ακόμη φορά. Είναι αναγκαία η αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου της εκκλησιαστικής δικαιοσύνη και η επιμόρφωση του κλήρου στον τομέα αυτόν. Εγώ θέτω τον εαυτό μου στην διάθεση της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Γράφει ο Δρ. Αναστάσιος Βαβούσκος | Romfea.gr

Το άρθρο Οι υποθέσεις των Μητροπολιτών Αιτωλίας και Κυθήρων και η πιθανή έκβασή τους εμφανίστηκε πρώτα στο XIROMERO PRESS – XIROMEROPRESS.GR.