Η μοναξιά σε προβληματικό επίπεδο είναι εξαπλωμένη σε πολλές χώρες του κόσμου, όπως δείχνει μία μεγάλη διεθνής μελέτη σε 113 χώρες.

Οι βόρειες ευρωπαϊκές χώρες εμφανίζουν χαμηλότερα επίπεδα μοναξιάς σε σχέση με άλλες περιοχές. Η έρευνα επισημαίνει, επίσης, ότι η μοναξιά επηρεάζει αρνητικά όχι μόνο την ψυχική υγεία αλλά και τη σωματική.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη δρα Μέλοντι Ντινγκ της Σχολής Δημόσιας Υγείας και της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ στην Αυστραλία, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό BMJ (British Medical Journal), ανέλυσαν στοιχεία από βάσεις δεδομένων και 57 μελέτες παρατήρησης της περιόδου 2000-2019.

Μία πρόσφατη αμερικανική έρευνα είχε συμπεράνει ότι έως το ένα τρίτο του πληθυσμού στις ανεπτυγμένες χώρες βιώνει περιστασιακά μοναξιά, ενώ για έναν στους δώδεκα ανθρώπους η μοναξιά είναι μόνιμη και τόσο έντονη που μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα υγείας. Η νέα μελέτη είναι η πρώτη που προσπαθεί να εκτιμήσει πόσο εκτεταμένη είναι η μοναξιά σε παγκόσμιο επίπεδο και να κάνει συγκρίσεις.

Η νέα έρευνα (μετα-ανάλυση) εκτιμά ότι στους εφήβους 12 έως 17 ετών η μοναξιά κυμαίνεται από 9,2% στη Νοτιοανατολική Ασία έως 14,% στην Ανατολική Μεσόγειο (δηλαδή σχεδόν ένα στα επτά παιδιά). Για τους ενήλικες διαπιστώθηκε ένα χάσμα στην Ευρώπη, καθώς στις βόρειες χώρες η μοναξιά εκτιμήθηκε στο 2,9% των νεαρών ενηλίκων, το 2,7% των μεσηλίκων και το 5,2% των ηλικιωμένων, έναντι πολύ υψηλότερων ποσοστών στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης (7,5%, 9,6% και 21,3%, αντίστοιχα).

Η πανδημία Cocid-19 εκτιμάται ότι επιδείνωσε περαιτέρω το πρόβλημα της μοναξιάς και οι ερευνητές τόνισαν ότι το ζήτημα πρέπει να αντιμετωπίζεται πλέον ως σημαντικό πρόβλημα δημόσιας υγείας, που απαιτεί συντονισμένες παρεμβάσεις σε όλα τα στάδια της ζωής, καθώς η μοναξιά -πέρα από το ψυχικό βάρος- κοστίζει στους ανθρώπους και στις κοινωνίες, γι’ αυτό πρέπει να θεωρηθεί πολιτική προτεραιότητα.