Βόνιτσα 1835. Το προξενιό του Νέζερ (Γράφει ο Ντίνος Στυλιανός)

ΑΜΦΙΚΤΙΟΝΙΑ ΑΚΑΡΝΑΝΩΝ

ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Γράφει ο

Ντίνος Στυλιανός

 

     

Ο Χριστόφορος Νέζερ (Βαυαρός στρατιωτικός), παππούς  της Μαρίζας Νέζερ (ηθοποιός) και του Χριστόφορου Νέζερ (ηθοποιός), λίγες μέρες μετά τα Χριστούγεννα του το 1834  βρέθηκε στη Βόνιτσα. Αναλαμβάνει την διοίκηση ενός σώματος Βαυαρών που στρατοπεδεύει μέσα στο κάστρο της Βόνιτσας……

Ένα μήνα μετά, βρίσκεται στην Οθωμανική Πρέβεζα, όπου εκεί προς τιμή του δίνεται γεύμα με την παρουσία ευγενών Πρεβεζιάνων, μεταξύ των οποίων και η πλούσια χήρα Λουροπούλου μετά των δύο πανέμορφων και μορφωμένων κοριτσιών της , της Αικατερίνης και της νεώτερης της Αδελαΐδας. 

Λίγες ημέρες μετά την επιστροφή του Νέζερ στη Βόνιτσα, ο φρούραρχος του κάστρου και της πόλης, ο Βασιλειάδης, ειδοποιεί τον Νέζερ να τον επισκεφτεί την οικία του. 

Ας δούμε την περιγραφή (μεταφορά από την άκρα καθαρεύουσα στη καθομιλουμένη) του γεγονότος που ακολουθεί μέσα από τα απομνημονεύματα  του Νέζερ:


Άμεσα μετέβηκα στο σπίτι του, αλλά αυτός δεν με έβαλε στο δωμάτιο που είχε τα ευρωπαϊκά έπιπλα, αλλά στο υπνοδωμάτιο, όπου εκεί  κλαψούριζε ο πρωτότοκος γιός του.

Τι συμβαίνει, τον ρώτησα.

Ο Βασιλειάδης έχοντας ύφος μυστηριώδες, έμοιαζε σαν κάτι να ήθελε να μου πεί. Όμως εγώ λόγω του δυνατού κλάματος του παιδιού, του ζήτησα να πάμε στο σαλόνι.

– Οχι, όχι, μου είπε ο Βασιλειάδης. Εκεί είναι ξένοι και γνωρίζεις ποιες;

Πώς να το γνωρίζω; Η κόμισσα Λουροπούλου και η κόρη της , η Αδελαΐδα

Αγαθή τύχη, φίλτατε. Να το φάρμακο κατά της άνοιας.

Αλλά η κόμισσα έχει άλλους σκοπούς, είπε ο φρούραρχος.

Ίσως, αλλά αυτό δεν με ενδιαφέρει, είπα εγώ.

Και όμως φίλτατε υπολοχαγέ, η  Αδελαΐδα σε αγάπησε και η κόμισσα επιθυμεί το γάμο σας!

Φίλε φρούραρχε, δεν μπορώ ακόμη να σκεφτώ το γάμο. Και αν τον θελήσω, το πράγμα έχει μεγάλες δυσχέρειες για εμάς του Γερμανούς. Οι αξιωματικοί θα πρέπει πρώτα να πάρουν άδεια για το γάμο, και να δώσω εγγύηση 10.000 φλορίνια.

Μη φοβάσαι για αυτό, απάντησε ο φρούραρχος. Μπορείς να γίνεις λοχαγός στον Ελληνικό στρατό, όπου εκεί δεν ζητούν ποσό εγγύησης. Μάλιστα θα λάβεις μεγάλη προίκα. Η κόμισσα θα δώσει στη θυγατέρα της, 500 ελιές. Το ετήσιο εισόδημά σου θα είναι πολύ μεγάλο.

Η Αδελαΐδα είναι πανέμορφη νεανίδα, αλλά όχι για εμένα. Εγώ δεν μπορώ να μείνω στην Ελλάδα. Είμαι μοναχοπαίδι και ο πατέρας μου θέλει να επιστρέψω στην πατρίδα μου. Ο γάμος αυτός είναι αδύνατο να γίνει.

Τότε λοιπόν, μου είπε ο Βασιλειάδης, έλα μέσα στο σαλόνι να δείς τις ξένες, χαιρέτησέ τες για να χαρούν και αυτές. Μην κόψεις την ελπίδα , κάντο για χάρη μου. Εγώ υποκίνησα το προξενιό , χωρίς να υπολογίσω ότι εσύ θα αρνηθείς,. Η άρνησή σου με σύγχυσε.

Τότε εισήλθαμε στο σαλόνι, όπου η κόμισσα και η θυγατέρα της με καλοδέχθηκαν. Η νεαρά κοπέλα, μου έπιασε το χέρι και «εβύθισε τα πυρώδη αυτής  βλέμματα   εις τους οφθαλμούς μου, ός και συνεταράχθην». 

Με αυτό τον τρόπο που με κοίταζε, και μου είχε πιάσει το χέρι, οποιοσδήποτε νεαρός αξιωματικός λησμονεί όλες τις αναστολές του. Αν εκείνη την στιγμή με ρωτούσε «Με θέλεις; Εγώ σε αγαπώ!»,  βεβαίως και χωρίς δισταγμό θα έλεγα το ΝΑΙ.

Επέστρεψα στο κάστρο τα μεσάνυκτα. Εκείνο το σούρουπο είχα περάσει καλά. Όμως θέλετε να μάθετε τι απέγινε;

Δεν ήθελα, αλλά και δεν μπορούσα να απατήσω την ατυχή κοπέλα με πλάνες ελπίδες. Την άλλη ημέρα αναχώρησα στο χωριό Παραδείσι για να συναντήσω τον Επαρχο. Εκεί έμεινα δύο μέρες και έγραψα στον Βασιλειάδη να διορθώσει όσα είχε σχεδιάσει, γιατί δεν μπορούσα να προσποιηθώ. 

Δεν πληροφορήθηκα το πώς πως ο Βασιλειάδης διόρθωσε το προξενιό που έκανε. Όταν μετά από τρείς ημέρες επέστρεψα στη Βόνιτσα η κόμισσα είχε αποχωρήσει.

Όταν συμπληρώθηκε ο καιρός και έπρεπε να φύγω από τη Βόνιτσα, ο φρούραρχος Βασιλειάδης, μου έδωσε ένα λεύκωμα, που σε αυτό έγραψε με ελληνικά γράμματα «Μη λησμόνει την Αδελαΐδα»!


Ντίνος Στυλιανός

Αμφικτιονία Ακαρνάνων