΄ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΒΡΑΧΩΡΙΤΙΣΣΑ” ΤΟ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ ΠΟΊΗΜΑ ΤΟΥ ΑΓΡΙΝΙΩΤΗ ΠΟΙΗΤΗ ΠΑΝΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ ΠΟΥ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΕ Η ΧΟΥΝΤΑ!


Μάνα μου, βραχωρίτισσα, με το λερό φουστάνι

το κόκκινο, που τόκανε σταχτύ σαν καταχνιά

η μαύρη κόλλα του καπνού. Φαρμακερό βοτάνι,

όλα της τα φαρμάκωσες, μεδούλι και καρδιά…

Μάνα μου, καπνοφύτισσα, του Ζαπαντιού δουλεύτρα,

στο φύτεμα, στο σκάλισμα πρώτη στην αργατιά,

σ’ άρπαξεν ο πατέρας μου παιδούλα καρδιοκλέφτρα

και σε κλειδωμαντάλωσε στην πιο βαρειά σκλαβιά.

Μέσα στην καπνοθάλασσα πνίγηκε ο έρωτάς σας

κι ο γάμος σας δεν σούδωσε καμιά ξαποστασιά.

Γεύτηκες πίκρες και καΰμούς κι απ’ τη σκληρή δουλειά σας

πλούτισαν έμποροι τρανοί γεμάτοι αναλγησιά.

Τη ζήση σου όλη πέρασες μέσα στα καπνοτόπια,

αγέλαστη κι ακούραστη, χωρίς καμιά χαρά.

τ’ άγια σου χέρια τ’ άπλωνες, γύρα σ’ όλα τα τόπια,

φρουρός, προστάτης της σοδειάς. Μάνα σ’ όλα μπροστά,

στο μάζεμα, στ’ αρμάθιασμα, στο γύρισμα στη λιάστρα

και για βαντάκιασμα θαμπά σαν έπεφτε δροσιά.

Στο πάστρεμα, στο ζύμωμα, στο φούρνο και στη γάστρα

χρόνια και χρόνια δούλεψη χωρίς ανάσα μια.

Και τα παιδιά, που ερχόντανε τόνα κοντά από τάλλο

– κι όλο κορίτσια, ανάθεμα, που θέλανε προικιά –

κι οι θέρμες κι οι αναβροχές κι άλλο κακό μεγάλο

κι απ’ το χαλάζι πιο τρανό, η μαύρη απουλησιά.

Και του πατέρα η αναμελιά και των παιδιών τα βίτσια,

οι πόλεμοι κι ο θάνατος κι η μαύρη κατοχή,

οι φυλακές, οι τράπεζες, οι φόροι, τα κορίτσια,

σε σένα πάνου σπάγανε, ατράνταχτη ψυχή…

Με το φαρμάκι στην καρδιά και με το βαχ στο στόμα,

τα ολανθισμένα νιάτα σου ρέψανε στη δουλειά.

Μεσ στο χωράφι γέρασες και πολεμάς ακόμα,

ως τη στερνή σου την πνοή, να ζήσει η φαμελιά.

Μάνα μου, αρχόντισσα χλωμή του μόχτου και του πόνου,

δαχτυλιδάκια γαλανά κι ονείρατα γλυκά,

τα δάκρυα σου γίνουνται κι ο ιδρώς όλου του χρόνου

δίχως για σένα διάφορο να μένει στα στερνά.

Μάνα μου, βραχωρίτισσα, ο μόχτος ο δικός σου

χαρίζει τέτοιαν ευωδιά περίσσεια στο φυτό,

που γίνεται στο κάπνισμα – το δάκρυ το πικρό σου –

παρηγοριά και δύναμη κι ελπίδα στο φτωχό.

Μάνα μου, καπνοφύτισσα, το κλαρωτό φουστάνι

κατάμαυρο σου τόβαψε, μουντό σαν καταχνιά,

η πικρή κόλλα του καπνού. Φαρμακερό βοτάνι,

όλα της τα φαρμάκωσες ζήση, ψυχή, καρδιά…

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΙΗΤΗ
Ο Πάνος Χατζόπουλος γεννήθηκε στις 23 Αυγούστου του 1919.
Μεγάλωσε σ’ ένα πνευματικό περιβάλλον, περιτριγυρισμένος από ενθυμήματα των θείων του Κώστα και Μήτσου Χατζόπουλου. Το σπίτι που μεγάλωσε ήταν γεμάτο με βιβλία μεγάλων δημιουργών, χειρόγραφα ποιητών και συγγραφέων, περιοδικά τέχνης, φωτογραφίες του Παλαμά, του Ψυχάρη, του Παπαντωνίου, του Γκαίτε, του Μαρξ.
Ο πατέρας του Γιώργος, αδελφός του Κώστα και Μήτσου Χατζόπουλου, καλλιεργούσε τα καπνοχώραφά του στο Ζαπάντι κι εκεί ο Πάνος Χατζόπουλος βλέποντας τον μόχθο των ανθρώπων της βιοπάλης και αντιλαμβανόμενος την εκμετάλλευση των βιοπαλαιστών αυτών από τους εμπόρους και τους μεσάζοντες, έγραψε το καταπληκτικό ποίημα «Βραχωρίτικο». Ένα ποίημα αφιερωμένο στην μάνα του.
Το 1967 ετοιμάζει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Αιτωλικά». Το βιβλίο του τυπώθηκε τον Γενάρη και τον Απρίλη του ίδιου χρόνου απαγορεύεται η κυκλοφορία του, αφού θεωρήθηκε από την Χούντα των συνταγματαρχών ως επικίνδυνο.
Ο συγγραφέας Δημήτρης Γιάκος σ’ ένα σημείωμά του γράφει για τον Πάνο Χατζόπουλο:
« …Με τα «Αιτωλικά», βρισκόμαστε μπροστά σ’ έναν φτασμένον, σ’ έναν ώριμο, σ’ έναν αληθινό ποιητή, σ’ έναν ΠΟΙΗΤΗ σκέτα, χωρίς κανένα προσδιοριστικό επίθετο…Ότι καλύτερο σε ποιητική ουσία και διάρκεια μας κληροδότησε ο Παλαμάς, ο Μαλακάσης, ο Κώστας Χατζόπουλος, η Σύγχρονη Ποίηση και το δημοτικό μας τραγούδι αναχωνεύεται, λες μέσα στη λυρική συνείδηση του Πάνου Χατζόπουλου και γίνεται πείρα, πολύτιμη πείρα του παρελθόντος, έτοιμη να αξιοποιηθεί για λογαριασμό του μέλλοντος… Ο Πάνος Χατζόπουλος τιμά το Βραχώρι. Δεν μένει τώρα παρά να τον τιμήσει και το Βραχώρι…»
Πέθανε το 1976.

Το άρθρο ΄ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΒΡΑΧΩΡΙΤΙΣΣΑ” ΤΟ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ ΠΟΊΗΜΑ ΤΟΥ ΑΓΡΙΝΙΩΤΗ ΠΟΙΗΤΗ ΠΑΝΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ ΠΟΥ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΕ Η ΧΟΥΝΤΑ! εμφανίστηκε πρώτα στο XIROMERO PRESS – XIROMEROPRESS.GR.